σπαραξικάρδιος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρός («σπαραξικάρδιος θρήνος»)
2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Ισιδ. Σκυλίσση].