εσπέριος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(14) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἑσπέριος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[εσπέρα]]<br /><b>1.</b> ο [[βραδινός]], ο [[εσπερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο [[δυτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἑσπέριος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[εσπέρα]]<br /><b>1.</b> ο [[βραδινός]], ο [[εσπερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο [[δυτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἑσπερία]]<br />η [[χώρα]] που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική [[Ευρώπη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εσπερία]] α) <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών<br />β) <b>εντομολ.</b><br />[[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπερινός
2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑσπερία
η χώρα που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική Ευρώπη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.
γένος σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών
β) εντομολ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών.