δυτικός
English (LSJ)
δυτική, δυτικόν,
A able to dive, ζῷον Arist.Fr.496; ἡ δυτική (sc. τέχνη) Poll.7.139.
II (δύσις) later form for δυσμικός, setting, Euc. Phaen.p.10 M.
2 western, στοά J.AJ20.8.11; opp. ἀνατολικός, Ptol.Alm.2.11: Comp. δυτικώτερος fartherwest, ib.2.13; δυτικὸς ὠκεανός Nonn. D.12.1; δυτικόν, τό, closing at sunset, = κλύμενον, Ps.-Dsc.4.13; = φοῖνιξ, ib.43.
Spanish (DGE)
(δῠτικός) -ή, -όν
• Morfología: [gen. -οῖο Nonn.D.12.1]
I 1que se sumerge en el agua, acuático ζῷα δυτικὰ ... τὰ καθ' ὕδατος δυόμενα Arist.Fr.496.
2 de inmersión ἡ δυτική (sc. τέχνη) el buceo Poll.7.139.
II 1occidental, situado al oeste en términos absolutos o relativos τὸ δυτικώτατον (ἀκρωτήριον) τῆς Εὐρώπης la elevación más occidental de Europa Str.3.1.4, τὰ δυτικὰ μέρη τῆς οἰκουμένης Gal.13.567, ἀριστερὰ (τοῦ κόσμου) τὰ δυτικὰ μέρη Placit.2.10.1, cf. Euc.Phaen.1, Vett.Val.150.22, μοῖρα Vett.Val.21.30, 49.20, cf. Ptol.Alm.2.11, 13, Firm.2.15.2, Ὠκεανός Nonn.l.c.
•de construcciones y edificios ἀγορά IEphesos 1381.6 (III a.C.), στοά I.AI 20.192, ὁ δ. τοῖχος τοῦ ναοῦ IGLS 9139 (VI d.C.), cf. SEG 44.1318.1 (Siria VI d.C.), PNess.31.28 (VI d.C.)
•de pers. o ref. pers. δυτικοί ἐπίσκοποι los obispos de occidente Socr.Sch.HE 4.12, δ. σύνοδος Pall.V.Chrys.20.425
•en compar., c. gen. εἰ ... εἴη τὸ ... βαλανεῖον δυτικώτερον τοῦ γείτονος si las termas estuviesen al oeste del vecino Iul.Ascal.3.1, cf. 5.4
•subst. τὰ δυτικά (sc. μέρη) el poniente, occidente Cleom.2.6.27.
2 occidental, que procede del oeste πνεύματα Plu.Fr.81.
3 vespertino, que sucede en el ocaso ἡ δυτικὴ (ἐπισκότησις) del sol, Plu.2.932a.
III bot., otro n. de la σμῖλαξ τραχεῖα = zarzaparrilla, Smilax aspera L., Ps.Dsc.4.142
•δυτικόν, otro n. del κλύμενον prob. maravilla silvestre, caléndula, Calendula arvensis L., Ps.Dsc.4.13.
German (Pape)
[Seite 692] 1) zum Tauchen geschickt, ζῷα Arist. – 2) gegen Sonnenuntergang gelegen, westlich; Strab., bei dem aber überall δυσμικός bessere Lesart; Sp., z. B. ὠκεανός Nonn. D. 12, 1.
Russian (Dvoretsky)
δῠτικός:
1 ныряющий (ζῷα Arst.);
2 западный: τὰ δυτικά Plut. запад.
Greek (Liddell-Scott)
δῠτικός: -ή, -όν, ἱκανός δύεσθαι εἰς τὸ ὕδωρ, κολυμβητικός, ζῷα Ἀριστ. Ἀποσπ. 454· ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ', 139. ΙΙ. (δύσις) μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ τοῦ δυσμικός, Ἀλέξ. Ἀφρ. κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυτικός, -ή, -όν)
αυτός που βρίσκεται προς το μέρος της δύσης ή προέρχεται από εκεί
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύση («δυτικός πολιτισμός»)
2. φρ. «δυτική Εκκλησία» — η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
αρχ.
1. ο ικανός στις καταδύσεις
2. το θηλ. ως ουσ. η δυτική
η τέχνη της κατάδυσης.