εύπρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπρακτος]] και ιων. τ. [[εὔπρηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πράττεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[ευπραγής]], [[ευτυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πρακτος</i>].
|mltxt=[[εὔπρακτος]] και ιων. τ. [[εὔπρηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πράττεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[ευπραγής]], [[ευτυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράσσω]]), [[πρβλ]]. [[άπρακτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, -ον (Α)
1. αυτός που πράττεται εύκολα
2. ευπραγής, ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρακτος (< πράσσω), πρβλ. άπρακτος].