εὔπρακτος
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
Ep. εὔπρηκτος, ον,
A easy to be done, X.An.2.3.20 (Comp.); οὐκ εὔπρηκτα κέλευθα Opp.H. 5.63.
II well-to-do, prosperous, Vett.Val.72.11, Man.1.352.
German (Pape)
[Seite 1090] 1) leicht zu thun, zu bewirken, durchzusetzen, ἵνα μοι εὐπρακτότερον ᾐ, ἐάν τι δύνωμαι ἀγαθὸν διαπράξασθαι Xen. An. 2, 3, 20; – ion. εὔπρηκτα κέλευθα Opp. Hal. 5, 63. – 2) = εὐπραγής, Man. 1, 352.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire ou à obtenir;
Cp. εὐπρακτότερος.
Étymologie: εὖ, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπρακτος: выполнимый, легкий: ἵνα μοι εὐπρακτότερον ᾖ … Xen. чтобы мне легче было добиться ….
Greek (Liddell-Scott)
εὔπρακτος: -ον, εὐκόλως πραττόμενος, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 20. II. = εὐπραγής, Ὀππ. Ἁλ. 3. 63, Μανέθων 1. 352.
Greek Monolingual
εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, -ον (Α)
1. αυτός που πράττεται εύκολα
2. ευπραγής, ευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρακτος (< πράσσω), πρβλ. άπρακτος].
Greek Monotonic
εὔπρακτος: -ον, αυτός που πράττεται, εκτελείται εύκολα, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-πρακτος, ον
easy to be done, Xen.