θαμβώ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(16) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />θαμβῶ, -έω (Α) [[θάμβος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[θάμβος]], εκπλήττομαι, [[μένω]] [[έκθαμβος]] («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπλήσσω]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τεθαμβημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος. | |mltxt=<b>(I)</b><br />θαμβῶ, -έω (Α) [[θάμβος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[θάμβος]], εκπλήττομαι, [[μένω]] [[έκθαμβος]] («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκπλήσσω]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τεθαμβημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος.<br /><b>(II)</b><br />-όω [[θαμβός]]<br /><b>βλ.</b> [[θαμπώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:24, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
θαμβῶ, -έω (Α) θάμβος
1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.)
2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, -η, -ον
έκπληκτος, σαστισμένος.
(II)
-όω θαμβός
βλ. θαμπώνω.