ιερόλας: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> ([[πρβλ]]. [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].