εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly
ἱερόλας, ὁ (Α)ο ιερέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].