ιππών: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(18)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένουν ίπποι, [[ιπποστάσιο]], [[στάβλος]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρομικός]] [[σταθμός]] («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῡτον διαλείποντας», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἱππών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένουν ίπποι, [[ιπποστάσιο]], [[στάβλος]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρομικός]] [[σταθμός]] («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἱππών, -ῶνος, ὁ (Α) ίππος
1. τόπος στον οποίο μένουν ίπποι, ιπποστάσιο, στάβλος
2. ταχυδρομικός σταθμός («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», Ξεν.).