ιππών: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(18) |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένουν ίπποι, [[ιπποστάσιο]], [[στάβλος]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρομικός]] [[σταθμός]] («ἐποιήσαντο ἱππῶνας | |mltxt=[[ἱππών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[ίππος]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] στον οποίο μένουν ίπποι, [[ιπποστάσιο]], [[στάβλος]]<br /><b>2.</b> [[ταχυδρομικός]] [[σταθμός]] («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἱππών, -ῶνος, ὁ (Α) ίππος
1. τόπος στον οποίο μένουν ίπποι, ιπποστάσιο, στάβλος
2. ταχυδρομικός σταθμός («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», Ξεν.).