ιππών

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ἱππών, -ῶνος, ὁ (Α) ίππος
1. τόπος στον οποίο μένουν ίπποι, ιπποστάσιο, στάβλος
2. ταχυδρομικός σταθμός («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», Ξεν.).