Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατουλώ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(20)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

κατουλῶ, -όω (Α)
συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].