πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
κατουλῶ, -όω (Α)
συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].