κερτομώ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ' [[αὖθις]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέρτομος]]].
|mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾶς τόδ' [[αὖθις]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέρτομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 9 September 2022

Greek Monolingual

κερτομῶ, -έω (ΑΜ)
κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.
β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾶς τόδ' αὖθις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρτομος].