κλείσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(20)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM κλεῑσμα) [[κλείω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[περίφραγμα]], [[φράχτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] συνεκδ.) ο περιφραγμένος [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]]<br /><b>2.</b> [[κλείσιμο]] σε κάποιο [[μέρος]], συνεκδ.) ο περιφραγμένος [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]]<br /><b>2.</b> [[κλείσιμο]] σε κάποιο [[μέρος]], [[εγκλεισμός]].
|mltxt=το (AM κλεῖσμα) [[κλείω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[περίφραγμα]], [[φράχτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] συνεκδ.) ο περιφραγμένος [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]]<br /><b>2.</b> [[κλείσιμο]] σε κάποιο [[μέρος]], συνεκδ.) ο περιφραγμένος [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]]<br /><b>2.</b> [[κλείσιμο]] σε κάποιο [[μέρος]], [[εγκλεισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

το (AM κλεῖσμα) κλείω (Ι)]
1. περίφραγμα, φράχτης
2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός.