κοχλιόκρανο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[κεφαλή]] του κοχλία, της βίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[κρᾶνον]], <b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[περί]]-<i>κρανον</i>, <i>ωλέ</i>-<i>κρανον</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
|mltxt=το<br />η [[κεφαλή]] του κοχλία, της βίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[κρᾶνον]], <b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[περί]]-<i>κρανον</i>, <i>ωλέ</i>-<i>κρανον</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
η κεφαλή του κοχλία, της βίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].