δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
τοη κεφαλή του κοχλία, της βίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].