κυνέα: Difference between revisions

(22)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynea
|Transliteration C=kynea
|Beta Code=kune/a
|Beta Code=kune/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λινόζωστις ἀγρία ἄρρην]], Ps.-Dsc.4.190.</span>
|Definition=ἡ, = [[λινόζωστις ἀγρία ἄρρην]], Ps.-Dsc.4.190.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνέα]], ἡ (Α) [[κύων]]<br />[[είδος]] φυτού, η [[λινόζωστος]] αγρία [[άρρην]], κν. [[σήμερα]] [[σκυλόχορτο]].
|mltxt=[[κυνέα]], ἡ (Α) [[κύων]]<br />[[είδος]] φυτού, η [[λινόζωστος]] αγρία [[άρρην]], κν. [[σήμερα]] [[σκυλόχορτο]].
}}
}}

Latest revision as of 02:35, 24 August 2022

English (LSJ)

ἡ, = λινόζωστις ἀγρία ἄρρην, Ps.-Dsc.4.190.

Greek Monolingual

κυνέα, ἡ (Α) κύων
είδος φυτού, η λινόζωστος αγρία άρρην, κν. σήμερα σκυλόχορτο.