λινόζωστος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόζωστος Medium diacritics: λινόζωστος Low diacritics: λινόζωστος Capitals: ΛΙΝΟΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: linózōstos Transliteration B: linozōstos Transliteration C: linozostos Beta Code: lino/zwstos

English (LSJ)

ον, bound with flaxen cords, πλευραί, of ships, Tim. Pers. 16. v. λινόζωστις 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόζωστος, -ον)
(για πλοία) δεμένος με λινά σχοινιά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λινόζωστος
η λινόζωστίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστος (< ζώννυμι), πρβλ. άζωστος, εύζωστος].