μορφοτροπέας: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> ηλεκτρομηχανική [[διάταξη]] η οποία μπορεί να δέχεται [[ενέργεια]] από εναλλασσόμενο [[ρεύμα]] και να τή μετασχηματίζει σε [[μηχανική]] ή [[ακουστική]] ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>transducteur</i>].
|mltxt=ο<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> ηλεκτρομηχανική [[διάταξη]] η οποία μπορεί να δέχεται [[ενέργεια]] από εναλλασσόμενο [[ρεύμα]] και να τή μετασχηματίζει σε [[μηχανική]] ή [[ακουστική]] ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>transducteur</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:26, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
(ηλεκτρ.) ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία μπορεί να δέχεται ενέργεια από εναλλασσόμενο ρεύμα και να τή μετασχηματίζει σε μηχανική ή ακουστική ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. transducteur].