λοξώνω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(23) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ | |mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]]. | ||
}} | }} |