μοσχαρήσιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>γελαδ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=και [[μοσκαρήσιος]], -α, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μοσχάρι]] ή που προέρχεται από το [[μοσχάρι]] («μοσχαρήσια [[μπριζόλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[αρνήσιος]], [[γελαδήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρνήσιος, γελαδήσιος)].