λωβώ: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λωβῶ, -όω (AM) [[λώβα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>λωβοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[είμαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[λέπρα]]) [[ακρωτηριάζω]].———————— <b>(II)</b><br />λωβῶ, -άω και -έω (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>λωβῶμαι</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />λωβῶ, -όω (AM) [[λώβα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>λωβοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[είμαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[λέπρα]]) [[ακρωτηριάζω]].<br /> <b>(II)</b><br />λωβῶ, -άω και -έω (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>λωβῶμαι</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:31, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
λωβῶ, -όω (AM) λώβα
μσν.
μέσ. λωβοῦμαι, -όομαι
προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός
αρχ.
(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.
(II)
λωβῶ, -άω και -έω (Α)
βλ. λωβῶμαι.