λωβώ

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

(I)
λωβῶ, -όω (AM) λώβα
μσν.
μέσ. λωβοῦμαι, -όομαι
προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός
αρχ.
(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.
(II)
λωβῶ, -άω και -έω (Α)
βλ. λωβῶμαι.