μονοσθενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[σθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] ([[πρβλ]]. [[δισθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δισθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].