μονοσθενής
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
Greek Monolingual
-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δισθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].