μυλαίος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυλαῑος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με μύλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλαῑον</i><br />ο [[μύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῑος</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>πυργ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=μυλαῖος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με μύλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλαῖον</i><br />ο [[μύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i><br />([[πρβλ]]. [[πυργαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

μυλαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῖον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος
(πρβλ. πυργαίος)].