Οράτριος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(29) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ὀράτριος]], ὁ (Α)<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] στην [[Κρήτη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Ὀράτριος]], ὁ (Α)<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] στην [[Κρήτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. ανάγεται πιθ. σε <i>Fρήτριος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
Ὀράτριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ανάγεται πιθ. σε Fρήτριος].