ουρανοπετής: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψι</i>-<i>πετής</i>].
|mltxt=[[οὐρανοπετής]], -ές (Α)<br />αυτός που έπεσε από τον ουρανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), [[πρβλ]]. [[υψιπετής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

οὐρανοπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψιπετής].