παιδιακήσιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[παιδί]], [[παιδαριώδης]] («παιδιακήσια [[αφέλεια]]»)<br /><b>2.</b> [[παιδικός]] («παιδιακήσιες φωνές»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδιακήσια</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε [[παιδί]], με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παιδιακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[παιδί]], [[παιδαριώδης]] («παιδιακήσια [[αφέλεια]]»)<br /><b>2.</b> [[παιδικός]] («παιδιακήσιες φωνές»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδιακήσια</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε [[παιδί]], με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παιδιακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[βουνήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια»)
2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»).
επίρρ...
παιδιακήσια
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].