παρανοώ: Difference between revisions
From LSJ
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(31) |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα | |mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ νοώ
αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)
αρχ.
παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», Αριστοτ.).