παρδαλήφορος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(31)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pardaliforos
|Transliteration C=pardaliforos
|Beta Code=pardalh/foros
|Beta Code=pardalh/foros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leopard-borne</b>, <b class="b3">π. δέρος</b> <b class="b2">leopard's</b> skin, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>11</span>.</span>
|Definition=παρδαλήφορον, [[leopard-borne]], <b class="b3">π. δέρος</b> [[leopard's]] skin, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''11.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για το [[δέρμα]] της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η [[λεοπάρδαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάρδαλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].
|mltxt=-ον, Α<br />(για το [[δέρμα]] της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η [[λεοπάρδαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάρδαλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλήφορος Medium diacritics: παρδαλήφορος Low diacritics: παρδαλήφορος Capitals: ΠΑΡΔΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pardalḗphoros Transliteration B: pardalēphoros Transliteration C: pardaliforos Beta Code: pardalh/foros

English (LSJ)

παρδαλήφορον, leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].