περικυκλώ: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(32) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[κυκλώ]], -<i>έω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] από όλες τις πλευρές, [[περικυκλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] με τους βραχίονες, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] κυκλικά, [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ [[κυκλώ]], -<i>έω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] από όλες τις πλευρές, [[περικυκλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]] με τους βραχίονες, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] κυκλικά, [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περικυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κυμαίνομαι.<br /> <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περικυκλώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῦμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.