προστομιαίο: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / προστομιαῖον, ΝΑ [[προστόμιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αρχιτ.</b> το τοξοειδές [[τμήμα]] μιας θολωτής αρχιτεκτονικής κατασκευής το οποίο δημιουργείται με θολολίθους τραπεζοειδούς σχήματος ή με οπλισμένο [[σκυρόδεμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[μετά]] την βόρεια [[στοά]] του Ερεχθείου πρώτο ορθογώνιο επίμηκες [[διαμέρισμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
το / προστομιαῖον, ΝΑ προστόμιον
νεοελλ.
αρχιτ. το τοξοειδές τμήμα μιας θολωτής αρχιτεκτονικής κατασκευής το οποίο δημιουργείται με θολολίθους τραπεζοειδούς σχήματος ή με οπλισμένο σκυρόδεμα
αρχ.
το μετά την βόρεια στοά του Ερεχθείου πρώτο ορθογώνιο επίμηκες διαμέρισμα.