ράπτω: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]]. | |mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ράβω]]). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=[[βελόνα]]), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ. | |||
}} | }} |