σιδερικό: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(37) |
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] ή [[εργαλείο]] από [[σίδερο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> φορητό [[πυροβόλο]] όπλο, [[πιστόλι]], [[κουμπούρι]]<br /><b>3.</b> (<b> | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] ή [[εργαλείο]] από [[σίδερο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> φορητό [[πυροβόλο]] όπλο, [[πιστόλι]], [[κουμπούρι]]<br /><b>3.</b> (<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τα σιδερικά</i><br />υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από [[μέταλλο]] και, [[ιδίως]], από σίδηρο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] φορτωμένος σιδερικά» — [[είναι]] [[πάνοπλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδερο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:54, 8 March 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο
2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι
3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικά
υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο
4. φρ. «είναι φορτωμένος σιδερικά» — είναι πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδερο + κατάλ. -ικός].