σίτισμα: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(37)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σιτίζω]]<br />ο [[σιτισμός]].
|mltxt=τὸ, Α [[σιτίζω]]<br />ο [[σιτισμός]].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[σιτισμός]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:41, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σίτισμα: τό, τὸ τρέφειν, παχύνειν, «τάγισμα», Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Wernsd. εἰς Φιλήμ. σ. 42· σῑτισμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Νίκ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σιτίζω
ο σιτισμός.

German (Pape)

τό, = σιτισμός, Sp.