σπιθαμιαίος: Difference between revisions

From LSJ

πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σπιθαμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[μήκος]] ή το ύψος μιας σπιθαμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο υπερβολικά [[βραχύσωμος]], ο πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπιθαμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[μήκος]] ή το ύψος μιας σπιθαμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο υπερβολικά [[βραχύσωμος]], ο πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπιθαμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δακτυλιαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:18, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής
νεοελλ.
μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. δακτυλιαίος)].