βραχύσωμος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Spanish (DGE)
-ον
de cuerpo corto, bajo de estatura, ref. los pigmeos, Eust.372.23.
Greek Monolingual
-η, -ο
χαμηλού αναστήματος, κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύ ς + -σωμος < σώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].