σπάταγγος: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(38)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σπάταγος]], ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σπατάγγης]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -<i>ος</i>. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spatangus</i>].
|mltxt=και [[σπάταγος]], ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σπατάγγης]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -<i>ος</i>. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spatangus</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[σπάταγος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 24 November 2022

Greek Monolingual

και σπάταγος, ο, Ν
ζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus].

German (Pape)

ὁ, = σπάταγος.