συμπεριπλέκομαι: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).