σχισμός: Difference between revisions

(40)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schismos
|Transliteration C=schismos
|Beta Code=sxismo/s
|Beta Code=sxismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cleaving</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1149</span>, <span class="title">Placit.</span>3.3.3.</span>
|Definition=ὁ, [[cleaving]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1149, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de fendre]], [[de déchirer]].<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.
}}
{{elru
|elrutext='''σχισμός:''' ὁ [[раскалывание]], [[разрыв]] (''[[sc.]]'' τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει [[δορί]] Aesch. гибель от обоюдоострого топора.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχισμός''': ὁ, [[σχίσις]], σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
|lstext='''σχισμός''': ὁ, [[σχίσις]], σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de fendre, de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η [[τάση]] μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίσιμο]], [[πληγή]] («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΑ [[σχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η [[τάση]] μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίσιμο]], [[πληγή]] («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχισμός:''' ὁ, [[ενέργεια]], [[πράξη]] σχισίματος, [[σκίσιμο]], κόμιψο, [[τομή]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχισμός]], οῦ, ὁ, [[σχίζω]]<br />a cleaving, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[cutting up]]
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 29 October 2024

English (LSJ)

ὁ, cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.

Russian (Dvoretsky)

σχισμός:раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει δορί Aesch. гибель от обоюдоострого топора.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σχισμός, οῦ, ὁ, σχίζω
a cleaving, Aesch.

English (Woodhouse)

cutting up