τοξικομανής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[τοξικομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοξικός]] «[[δηλητηριώδης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μονής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναρκο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[τοξικομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοξικός]] «[[δηλητηριώδης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μονής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ναρκομανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από τοξικομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + -μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].