ναρκομανής
Greek Monolingual
-ές
άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -μανής (θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-μάν-ην), πρβλ. μορφινομανής].
-ές
άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -μανής (θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-μάν-ην), πρβλ. μορφινομανής].