τροπαιούχος: Difference between revisions
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
(42) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / τροπαιοῦχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που έχει τρόπαια, [[νικητής]], [[θριαμβευτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσωνυμία]] Βυζαντινών αυτοκρατόρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο έχουν ανεγερθεί τρόπαια («[[Ζεὺς]] τροπαιοῦχος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] Ρωμαίων αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπαιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:28, 13 June 2022
Greek Monolingual
-α, -ο / τροπαιοῦχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής
μσν.
προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο έχουν ανεγερθεί τρόπαια («Ζεὺς τροπαιοῦχος», Αριστοτ.)
2. προσωνυμία Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -οῦχος].