τρίφωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίφωτος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] φώτα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίφωτο</i><br />φωτιστικό με [[τρεις]] λαμπτήρες<br /><b>μσν.</b><br />[[τριλαμπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τρισσό</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίφωτος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] φώτα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίφωτο</i><br />φωτιστικό με [[τρεις]] λαμπτήρες<br /><b>μσν.</b><br />[[τριλαμπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. [[τρισσόφωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίφωτος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία φώτα
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφωτο
φωτιστικό με τρεις λαμπτήρες
μσν.
τριλαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσόφωτος].