υπεράριθμος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>άριθμος</i>, <i>συν</i>-<i>άριθμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐνάριθμος]], [[συνάριθμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐνάριθμος, συνάριθμος)].