ἐνάριθμος
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ἐνάριθμον, = ἐναρίθμιος (in the number, making up the number)1, Pl.Sph.258c, Orph.A.109; τὰ ἐ.,
A = αἱ μονάδες, Arist.Metaph.991b22 (s.v.l.).
II taken into account, esteemed, οὐκ ἐλλόγιμον οὐδ' ἐ. Pl.Phlb. 17e (with play on signf. 1).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 contado, incluido entre o en el número de c. gen. ἐνάριθμον τῶν πολλῶν ὄντων εἶδος ἕν una forma única contada entre muchas otras Pl.Sph.258c, c. dat. πόλεις ταῖς βαρυτάταις ἐνάριθμοι I.AI 8.151, ἡμιθέοις ἐ. Orph.A.109, c. giro prep. ἐν προμάχοις Ἀχαιῶν Simm.Securis 5.
2 tenido en cuenta, válido ψῆφος Plu.Cat.Mi.16
•subst. τὸ ἐνάριθμον lo razonable καλὸν τὸ ἐ. καὶ μεμετρημένον ... λαμβάνειν Ph.1.120.
German (Pape)
[Seite 829] dasselbe; ἐν προμάχοις, daruntergezählt, Simm. securis (XV, 22); ἡμιθέοις Orph. Arg. 107; – in Anschlag gebracht, geachtet, καὶ ἐλλόγιμος Plat. Phil. 17 e, vgl. Soph. 258 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 compté dans ou parmi;
2 compté pour qch, honoré.
Étymologie: ἐν, ἀριθμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάριθμος:
1 относящийся к числу (кого-л.) (τῶν πολλῶν ὄντων Plat.; τοῖς πολυμαθεστάτοις συγγραφεῦσι Plut.);
2 принимаемый во внимание (οὐκ ἐλλόγιμος οὐδ᾽ ἐ. Plat.; ψῆφός τινος Plut.);
3 филос. входящий в состав другого числа (ἀριθμοὶ ἐνάριθμοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάριθμος: -ον, = τῷ προηγ. Ι, Ὀρφ. Ἀργ. 110· τὰ ἐνάριθμα = αἱ μονάδες, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 19. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ, Πλάτ. Σοφ. 258C, Φίληβ. 17E. ἐνήριθμοι (ποιητ.) δ’ αὔλια καὶ βοτάναι, ἑταῖροι, συνήθεις (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐναρίθμια) Κάλλ. Ἀποσπ. 127, ἴδε Βεντλέϋον ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-η, ο (AM ἐνάριθμος, -ον)
νεοελλ.
ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» — ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, του ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα»)
αρχ.
1. εναρίθμιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνάριθμα
οι μονάδες
3. υπολογίσιμος.