Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-α, -ο1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από το κανονικό, αυτός που πλεονάζει («το φαγητό έχει παραπανήσιο λάδι»)2. περιττός, άχρηστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπάνω + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτ-ήσιος)].