παραπανήσιος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από το κανονικό, αυτός που πλεονάζει («το φαγητό έχει παραπανήσιο λάδι»)
2. περιττός, άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπάνω + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτήσιος)].