μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
-α, -ο1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από το κανονικό, αυτός που πλεονάζει («το φαγητό έχει παραπανήσιο λάδι»)2. περιττός, άχρηστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπάνω + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτήσιος)].