φαρμακούσα: Difference between revisions
From LSJ
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br />(ως [[προσωνυμία]] της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσα</i> ( | |mltxt=η, Ν<br />(ως [[προσωνυμία]] της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσα</i> ([[πρβλ]]. [[ξανθομαλλούσα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:46, 11 May 2023
Greek Monolingual
η, Ν
(ως προσωνυμία της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθομαλλούσα)].