φισκίνα: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(45) |
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[δεξαμενή]], [[κολυμβήθρα]] («εἰς τὸ | |mltxt=ἡ, Μ<br />[[δεξαμενή]], [[κολυμβήθρα]] («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης [[ὅπου]] ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>piscina</i> «[[δεξαμενή]], κολυμπήθρα, [[ιχθυοτροφείο]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].