φισκίνα: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(45)
 
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[δεξαμενή]], [[κολυμβήθρα]] («εἰς τὸ χεῑλος τῆς φισκίνης [[ὅπου]] ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>piscina</i> «[[δεξαμενή]], κολυμπήθρα, [[ιχθυοτροφείο]]»].
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[δεξαμενή]], [[κολυμβήθρα]] («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης [[ὅπου]] ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>piscina</i> «[[δεξαμενή]], κολυμπήθρα, [[ιχθυοτροφείο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].